Ο Λαμπος και η Μελα δουλεψαν σκληρα στην Αυστραλια, και επειδη δεν ειχαν αποκτησει παιδια αποφασισαν να επιστρεψουν στο ΚΙλκις.Εχτισαν μια πολυκατοικια απο τεσσερα πατωματα και τρια μαγαζια στο ισογειο.
Αφου τελειωσαν την οικοδομητακτοποιηθηκαν στο διαμερισμα τους, ενοικιασαν τα υπολειπα και αρχισαν να σκεφτοντε για την ανοικιαση των δυο μαγαζιων, που το ενα ηταν στο μπροστινο μερος της οικοδομης και το αλλο απο πισω.
Ενω επιναν τον καφε τους και σχεδιασζαν τι θα κανουν, ο Λαμπος ειπε στην Μελα.
Μελα, γουρπαντ'σ, εγω λεγω να νοικιασομε το πισω και εγω να ανοιξω κατ' δουλεια για τε μεν.
Λαμπο γιαβρη'μ, αν ευχαριστησε ατο, ανοιξον τεσον την δουλειαν.
Μελα γιατι κη φτας εναν ταπελα με ατο την ανακεινωση, 'το οπισω το νοικιαζομε', ισως να βρηγετε κανενας και να νοικιαζε.
Η Μελα εγραψε την ταπελα οπως την ειπε ο Λαμπος.Το εβαλε στο καθισμα πανω και ενω γονουσεβαν, ενεσπαλε και εκατσε απαν σην ταπελλα.
Λαμπο, απαγω σην λαικην να αγορασω μερικα ζαρζαβατικα.
Μελα γιατι ρωτασμε, δεβα, την ειπε.
Στην λαικη συναντα τον κουμπαρο τον Γιωρικα.
Μελα κουμπαρα, ντο εν ατο ντο βλεπω γραμμενο, 'το πισω το νοικιαζομε'?
Κουμπαρε Γιωρικα, αποφασισαμε με τον κουμπαρο, το πισω να το νοικιασομε και το μπροστα να κρατουματο για τα εργαλεια τη κουμπαρον '.